λιπ(ο)-

λιπ(ο)-
και λειψ(ο)- (AM λιπ[ο] και λειψ[ο]
και λειπ[ο]
και λειψι-)
α' συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α' συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος, λειψυδρία) ή τής εγκατάλειψης (πρβλ. λιπόγαμας, λιποπάτωρ, λιποτάκτης) τού β' συνθετικού.Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό λειψ(ο)-: λειψυδρία
αρχ.
λείψανδρος, λειψοσέληνον
μσν.
λειψεδαφία, λειψυδρώ.Σύνθετα με α' συνθετικό λειψι-: αρχ. λειψιφαής
αρχ.-μσν.
λειψίφως, λειψίφωτος.Σύνθετα με α' συνθετικό λειπ(ο)-: αρχ. λειπανδρία, λειπογνώμων, λειπώδιν
μσν.
λειποτακτίτης.Σύνθετα με α' συνθετικό λιπ(ο)-·. λιπόθριξ, λιποθυμώ, λιποναύτης, λιπόσαρκος, λιποτάκτης
αρχ.
λιπάδελφος, λιπαλγής, λιπαυγής, λιπαυρώ, λιπεργάτης, λιπήμεροι, λιπόδιοι, λιποβλέφαρος, λιποβοτανώ, λιπόγαμος, λιπόγεως, λιπόγληνος, λιπόγλωσσος, λιπόγυιος, λιποδεής, λιποδρανής, λιπόθρους, λιποκτέανος, λιπόκωπος, λιπομαρτύριον, λιπόμαστος, λιπομήτωρ, λιπόναυς, λιπόνεως, λιπόξυλος, λιπόπαις, λιπόπατρις, λιποπάτωρ, λιποπνόη, λιπόπνους, λιπόπολις, λιποπτόλεμος, λιποπωγωνία, λιπόρρινος (I), λιποσαρκής, λιπόσαρξ, λιποσθενής, λιποσιτώ, λιπόσκιος, λιποστέφανος, λιποστρατιώτης, λιπότεκνος, λιποτελής, λιποτονώ, λιποτριχής, λιπότριχος, λιπουργός, λίπουρος, λιποφεγγής, λιπόφθογγος, λιπόχριστος, λιπόχρως
αρχ.-μσν.
λιπόδερμος, λιπόκεντρος, λιπόκρεως
μσν.
λιπανθρωπία, λιπογάλακτος, λιπογράμματος, λιπόθηλος, λιπομελής, λιποσωμασία, λιποψυχεύω
νεοελλ.
λιπένορκος, λιποβαρής, λιπόθυμος, λιπομάρτυρας, λιποπίναξ, λιπόστρατος, λιπόψυχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λιπ(ι)υΐα — Λιπ(ι)υΐα, ἡ (Α) (για τη Λιβύη) χώρα από την οποία λείπουν οι βροχές …   Dictionary of Greek

  • λίπ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Ablaut — Alternance vocalique En linguistique, le processus d alternance vocalique, appelé aussi gradation vocalique ou ablaut désigne un système de gradations des timbres vocaliques en indo européen qui a encore des effets dans les langues indo… …   Wikipédia en Français

  • Alternance Vocalique — En linguistique, le processus d alternance vocalique, appelé aussi gradation vocalique ou ablaut désigne un système de gradations des timbres vocaliques en indo européen qui a encore des effets dans les langues indo européennes modernes. Ainsi,… …   Wikipédia en Français

  • Alternance vocalique — En linguistique, le processus d alternance vocalique, appelé aussi gradation vocalique ou ablaut désigne un système de gradations des timbres vocaliques en indo européen qui a encore des effets dans les langues indo européennes modernes. Ainsi,… …   Wikipédia en Français

  • Alternances vocaliques — Alternance vocalique En linguistique, le processus d alternance vocalique, appelé aussi gradation vocalique ou ablaut désigne un système de gradations des timbres vocaliques en indo européen qui a encore des effets dans les langues indo… …   Wikipédia en Français

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • λειπανδρία — και λιπανδρία, ἡ (Α) λειψανδρία, έλλειψη ανδρών («ἡ γὰρ χηρεία λειπανδρία τίς ἐστιν, οὐκ ἀφανισμὸς τέλειος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαρακτηριστική περίπτωση ρηματικού συνθέτου που για τον σχηματισμό του χρησιμοποιήθηκαν διάφορα θέματα (ενεστωτικό,… …   Dictionary of Greek

  • λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”